Κυριακή 6 Απριλίου 2014

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΠΟΥ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΙΣ….




Κατά την διάρκεια της ζωής ενός ανθρώπου λέγονται ιστορίες. Άλλες μικρές και σύντομες και άλλες μεγάλες, με μεγάλη υπόθεση και πλοκή. Λέγονται σε στιγμές που είναι μαζεμένη η παρέα, ακούγονται όταν είσαι παιδί για να κοιμηθείς, λέγονται είτε για να σε ψυχαγωγήσουν ή και να σε διδάξουν. Μερικές φορές είναι γλυκές ιστορίες, άλλες τρομακτικές, άλλες με θέμα για κάποια μάχη ή ένα ιστορικό γεγονότος, είτε και άλλες ιστορίες που διάβασες κάποια στιγμή της ζωής και ακόμα τις θυμάσαι μην ξέροντας τον λόγο, προκαλώντας κάθε φορά που τις διαβάζεις το ίδιο δυνατό συναίσθημα. Όπως είχε αναφέρει ο Neil Gaiman σε ένα βιβλίο του, είχε διαβάσει μια ιστορία πολλά χρόνια πριν, δεν θυμόταν τι έλεγε αυτή η ιστορία, αλλά ακόμα θυμόταν τα συναισθήματα που του προκάλεσε και τον ώθησε να αρχίσει να γράφει βιβλία.
Έτσι και εγώ αυτές τις μέρες διάβασα μια ιστορία σε ένα από τα αγαπημένα μου βιβλία, που μου δημιούργησε μια πληθώρα συναισθημάτων και σκέψεων και θέλησα να την μοιραστώ μαζί σας.

    «Αυτή είναι η ιστορία ενός ανθρώπου τον οποίο εγώ θα χαρακτήριζα ερευνητή…
  Ερευνητής είναι κάποιος που ψάχνει όχι απαραίτητα κάποιος που βρίσκει.
 Ούτε είναι κάποιος που ξέρει στα σίγουρα τι είναι αυτό που ψάχνει. Είναι, απλώς, κάποιος για τον οποίο η ζωή αποτελεί μια αναζήτηση.
Μια μέρα, ο ερευνητής διαισθάνθηκε ότι έπρεπε να πάει προς την πόλη του Καμίρ. Είχε μάθει να δίνει μεγάλη σημασία στα προαισθήματα του, που πήγαζαν από ένα μέρος δικό του μεν, άγνωστο δε.
Μετά από δύο μέρες πορείας στους σκονισμένους δρόμους, διέκρινε από μακριά το Καμίρ. Λίγο πριν φτάσει στο χωριό, του τράβηξε την προσοχή ένας λόφος, δεξιά από το μονοπάτι. Ήταν σκεπασμένος από υπέροχη πρασινάδα και γεμάτος με δέντρα, πουλιά και μαγευτικά λουλούδια. Τον περιτριγύριζε κάτι σαν μικρός φράχτης φτιαγμένος από βαμμένο ξύλο.
Μια μπρούντζινη πορτούλα τον προκαλούσε να μπει.
Ξαφνικά, αισθάνθηκε να ξεχνά το χωριό και υπέκυψε στην επιθυμία του να ξαποστάσει για λίγο σ’ εκείνο το μέρος.
  Ο ερευνητής πέρασε την είσοδο κι άρχισε να βαδίζει αργά δίπλα στις λευκές πέτρες που ήταν τοποθετημένες ανάκατα ανάμεσα στα δέντρα.
  Άφησε το βλέμμα του να ξαποστάσει σαν την πεταλούδα, σε κάθε λεπτομέρεια του πολύχρωμου αυτού παραδείσου.
  Τα μάτια του, όμως, ήταν μάτια ερευνητή, κι ίσως γι’ αυτό ανακάλυψε εκείνη την επιγραφή πάνω σε μία απ’ τις πέτρες:
Αμπντούλ Ταρέγκ: έζησε 8 χρόνια, 6 μήνες,
 δύο εβδομάδες και 3 μέρες.
  Τρόμαξε λίγο συνειδητοποιώντας ότι εκείνη η πέτρα δεν ήταν απλώς μια πέτρα: ήταν μια ταφόπλακα. Λυπήθηκε όταν σκέφτηκε ότι είναι ένα παιδί τόσο μικρής ηλικίας ήταν θαμμένο σ’ εκείνο το μέρος.
  Κοιτάζοντας γύρω του, ο άνθρωπος συνειδητοποίησε ότι και η διπλανή πέτρα είχε μια επιγραφή.Πλησίασε να τη διαβάσει. Έλεγε: 
Γιαμίρ Καλίμπ: έζησε 5 χρόνια, 8 μήνες και 3 βδομάδες.
  Ο ερευνητής αισθάνθηκε φοβερή συγκίνηση. Αυτό το πανέμορφο μέρος ήταν νεκροταφείο, και κάθε πέτρα ήταν ένας τάφος.
  Μία μία, άρχισε να διαβάζει τις πλάκες. Όλες είχαν  παρόμοιες επιγραφές: ένα όνομα και τον ακριβή χρόνο ζωής του νεκρού. Αλλά αυτό που τον τάραξε περισσότερο ήταν η διαπίστωση ότι ο άνθρωπος που είχε ζήσει τον πιο πολύ καιρό, μόλις που ξεπερνούσε τα έντεκα χρόνια…
Νικημένος από μια αβάσταχτη θλίψη, έκατσε κι άρχισε να κλαίει.
  Ο φύλακας του νεκροταφείου που περνούσε από εκεί τον πλησίασε. Τον κοίταξε να κλαίει για λίγο σιωπηλός, και μετά ρώτησε αν έκλαιγε για κάποιον συγγενή.
«όχι, για κανέναν συγγενή» είπε ο ερευνητής. «Τι συμβαίνει σ’ αυτό το χωριό; Τι πράγμα φοβερό έχει αυτός ο τόπος; Γιατί έχει τόσα πολλά νεκρά παιδιά θαμμένα σ’ αυτό το μέρος; Ποια τρομερή κατάρα που βαραίνει αυτούς τους ανθρώπους και τους έχει υποχρεώσει να φτιάξουν ένα νεκροταφείο για παιδιά;»
  Ο ηλικιωμένος χαμογέλασε και είπε:
« Μπορείτε να ηρεμήσετε. Δεν υπάρχει τέτοια κατάρα. Αυτό που συμβαίνει είναι ότι εδώ έχουμε ένα παλιό έθιμο. Θα σας εξηγήσω…
 Όταν ένας νέος συμπληρώνει τα δεκαπέντε του χρόνια, οι γονείς του του χαρίζουν ένα τετράδιο όπως αυτό που έχω εδώ, για να το κρεμάει στον λαιμό. Είναι παράδοση στον τόπο μας. Από την στιγμή εκείνη κι έπειτα, κάθε φορά που κάποιος απολαμβάνει έντονα κάτι, ανοίγει το τετράδιο και σημειώνει: 
Στα δεξιά, αυτό που απόλαυσε.
Στ’ αριστερά, πόσο χρόνο κράτησε η απόλαυση. 
  Έστω ότι γνώρισε μια κοπέλα και την ερωτεύτηκε. Πόσο κράτησε το μεγάλο αυτό πάθος και η χαρά της γνωριμίας τους; Μια βδομάδα; Δύο; Τρεις και μισή;
  Και μετά, η συγκίνηση του πρώτου φιλιού, η θαυμάσια ευχαρίστηση του πρώτου φιλιού… Πόσο κράτησε; Μόνο το ενάμισι λεπτό του φιλιού; Δυο μέρες; Μια βδομάδα;
  Και η εγκυμοσύνη, και η γέννηση του πρώτου παιδιού; Και ο γάμος των φίλων;
Και το ταξίδι που πάντα ήθελε; Και η συνάντηση με τον αδερφό που γυρίζει από μια μακρινή χώρα;
Πόσο κράτησε στ’ αλήθεια η απόλαυση αυτών των αισθήσεων; Ώρες; Μέρες;
  Έτσι συνεχίζουμε να σημειώνουμε στο τετράδιο κάθε λεπτό που απολαμβάνουμε.Κάθε λεπτό.

Όταν κάποιος πεθαίνει, έχουμε τη συνήθεια να ανοίγουμε το τετράδιο του και να αθροίζουμε το χρόνο της απόλαυσης για να τον γράψουμε πάνω στον τάφο του. Γιατί αυτός είναι για εμάς ο μοναδικός και ο πραγματικός χρόνος ΠΟΥ ΕΧΟΥΜΕ ΖΗΣΕΙ


                (ΧΟΡΧΕ ΜΠΟΥΚΑΙ, ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΝΑ ΣΚΕΦΤΕΙΣ,ΕΚΔΟΣΕΙΣ OPERA,1997)


Ποιος είναι ο δικός σου χρόνος λοιπόν μέχρι τώρα;